Μίσας — Μίσᾱς , Μίσα fem acc pl Μίσᾱς , Μίσα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μισέων — Μίσα fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μισῶν — Μίσα fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίσαν — Μίσα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίσης — Μίσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίσῃ — Μίσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισός — ή, ό (Μ μισός, ή, όν) αυτός που αποτελεί το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ήμισυς νεοελλ. 1. ασυμπλήρωτος, ατελής, ελλιπής, λειψός, κολοβός («μισές δουλειές έκανες πάλι») 2. φρ. α) «μισό μισό» ή «μισό και μισό» ανακατωμένο ή … Dictionary of Greek
ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… … Dictionary of Greek
γαμέτης — Κύτταρο αναπαραγωγικό που συνήθως προορίζεται για να συγχωνευτεί με έναν άλλο γ., δημιουργώντας ένα νέο κύτταρο που ονομάζεται ζυγώτης και εξελίσσεται σε ένα νέο άτομο. Γενικά οι γ. έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων, δηλαδή ο αριθμός των… … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek